αλληλοκαταγγέλλομαι

αλληλοκαταγγέλλομαι
доносить друг на друга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αλληλοκαταγγέλλομαι" в других словарях:

  • αλληλοκαταγγέλλομαι — καταγγέλλομαι από κάποιον και ταυτόχρονα τόν καταγγέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + καταγγέλλω ( ομαι). ΠΑΡ. νεοελλ. αλληλοκαταγγελία] …   Dictionary of Greek

  • αλληλ(ο)- — [Α ἀλληλ(ο) ] Γλωσσ. α συνθετικό ουσιαστικών, επιθέτων και ρημάτων τόσο τής Αρχαίας όσο και της Νεοελληνικής, που προέρχεται από το θέμα της αρχαίας αλληλοπαθούς αντωνυμίας αλλήλων. Τα σύνθετα με το αλληλο αποτελούν λεξικοποιημένη δήλωση τής… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»